enrouement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
enrouement | enrouement |
enrouement (fr) αρσενικό
- η βραχνάδα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
enrouement | enrouement |
enrouement (fr) αρσενικό