ensorceleur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ensorceleur | ensorceleurs |
θηλυκό | ensorceleuse | ensorceleuses |
ensorceleur (fr)
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ensorceleur | ensorceleurs |
θηλυκό | ensorceleuse | ensorceleuses |
ensorceleur (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ensorceler