enspezo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | enspezo | enspezoj |
αιτιατική | enspezon | enspezojn |
enspezo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | enspezo | enspezoj |
αιτιατική | enspezon | enspezojn |
enspezo (eo)