entendeur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

entendeur < entendre

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
entendeur entendeurs

entendeur (fr) αρσενικό

Παροιμίες[επεξεργασία]

  • à bon entendeur, salut: όποιος καταλαβαίνει, κερδίζει