Μετάβαση στο περιεχόμενο

enthralling

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός enthralling
συγκριτικός more enthralling
υπερθετικός most enthralling

enthralling (en)

  • συναρπαστικός, τόσο ενδιαφέρον, όμορφο κτλ. που τραβάει όλη μου την προσοχή
      enthralling stories of adventure - συναρπαστικές ιστορίες περιπετείων
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη exciting

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

enthralling (en)