entity

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
entity entities

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈen.tɪ.ti/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

entity (en)

  1. η οντότητα
  2. το πρόσωπο
    a legal entity is any person or organization that can enter into a contract...
    λείπει η μετάφραση
  3. η ύπαρξη
  4. (πληροφορική)
    1. οντότητα, αντικείμενο
    2. (επιστήμη υπολογιστών, βάσεις δεδομένων) οντότητα

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • entity στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια