entomologo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- entomologo < entomolog- + -o
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | entomologo | entomologoj |
αιτιατική | entomologon | entomologojn |
entomologo (eo)