entraîneuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
entraîneuse | entraîneuses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
entraîneuse (fr) θηλυκό
- η κονσοματρίς
- η εκπαιδεύτρια (Καναδάς)
- η προξενήτρα