entrance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
entrance | entrances |
entrance (en)
- η είσοδος, ο τόπος
- (συνήθως ενικός) η είσοδος, η ενέργεια
- (μη μετρήσιμο) η είσοδος, το δικαίωμα ή την ευκαιρία να μπω σε ένα κτίριο ή μέρος
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | entrance |
γ΄ ενικό ενεστώτα | entrances |
αόριστος | entranced |
παθητική μετοχή | entranced |
ενεργητική μετοχή | entrancing |
entrance (en) (επίσημο, συνήθως στην παθητική φωνή)
- ενθουσιάζω, συναρπάζω
- ↪ He is easily entranced.
- Ενθουσιάζεται εύκολα.
- ↪ The children were entranced by her stories.
- Είχε συναρπάσει τα παιδιά με τις ιστορίες της.
- ↪ He is easily entranced.