entschuldigen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

entschuldigen (de)

entschuldigen (de)

  • ζητώ συγνώμη
    er hat sich entschuldigt - ζήτησε συγνώμη