entuziasmiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

entuziasmiĝi < entuziasm- + -iĝ- + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα entuziasmiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας entuziasmiĝas entuziasmiĝanta entuziasmiĝata
αόριστος entuziasmiĝis entuziasmiĝinta entuziasmiĝita
μέλλοντας entuziasmiĝos entuziasmiĝonta entuziasmiĝota
υποθετική entuziasmiĝus - -
προστακτική entuziasmiĝu - -

entuziasmiĝi (eo)