entuziasmulo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

entuziasmulo < entuziasm- + -ul- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική entuziasmulo entuziasmuloj
αιτιατική entuziasmulon entuziasmulojn

entuziasmulo (eo)

mi estas vera esperanta entuziasmulo - είμαι αληθινός ενθουσιών της εσπεράντο