Μετάβαση στο περιεχόμενο

envasement

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
envasement envasements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

envasement (fr) αρσενικό