enveni

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

enveni < en- + veni

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα enveni
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας envenas envenanta envenata
αόριστος envenis enveninta envenita
μέλλοντας envenos envenonta envenota
υποθετική envenus - -
προστακτική envenu - -

enveni (eo)