envisage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
envisage < en- + visage

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛnˈvɪzɪdʒ/ & /ɪnˈvɪzɪdʒ/
 

envisage (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. (αγγλικά) Git In The Trenches. Πρόσβαση 2020-12-11.