epitaph
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]/ˈɛpɪtɑːf/, /ˈɛpɪtaf/
Ετυμολογία en
[επεξεργασία]ύστερα μεσοαγγλικά: epitaph < παλαιογαλλικά: epitaphe, μέσω των λατινικών από το ελληνικό: ἐπιτάφιον «επιτάφιος λόγος», ουδέτερο γένος του επιθέτου ἐπιτάφιος/επιτάφιος «επί, πάνω ή στον τάφο» < επι- (ἐπί, επί) «πάνω από» + τάφος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός αριθμός: epitaph (en)
πληθυντικός αριθμός: epitaphs (en)
- επιτάφια επιγραφή, εγχάραξη, κείμενο κτλ
- η σημαντικότερη (-ες) παρακαταθήκη του νεκρού