epiteto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | epiteto | epitetoj |
αιτιατική | epiteton | epitetojn |
epiteto (eo)
- το επίθετο
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
epiteto | epiteti |
epiteto (it)
- επίθετο, προσδιοριστικό επίθετο ή φράση που χαρακτηρίζει ένα όνομα που δείχνει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό