epoko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | epoko | epokoj |
αιτιατική | epokon | epokojn |
epoko (eo)
- en la nuna epoko, στη σημερινή εποχή