equate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας equate
γ΄ ενικό ενεστώτα equates
αόριστος equated
παθητική μετοχή equated
ενεργητική μετοχή equating

equate (en)

  • εξισώνω, θεωρώ ότι κάποιος ή κάτι είναι ίσος ή όμοιος με κάποιον ή με κάτι άλλο
    ⮡  Lazy people are equated with hard workers when there’s no differentiation in compensation for work.
    Εξισώνονται οι τεμπέληδες με τους εργατικούς, όταν δεν υπάρχει διαφοροποίηση στην αμοιβή της εργασίας.

Σύνθετα

[επεξεργασία]