equator
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
equator | equators |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]equator (en)
- (γεωγραφία) ο ισημερινός
Παράγωγα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
equator στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενικός | πληθυντικός |
equator | equators |
equator (en)