eradicate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
eradicate (en)
- ξεριζώνω
- εξαλείφω, εξαφανίζω, εξουδετερώνω, καταστρέφω ολοκληρωτικά
- illiteracy must be eradicated