ergonomiste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ergonomiste | ergonomistes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ergonomiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που είναι εξειδικευμένος στην εργονομία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ergonomie