erkennen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 
 

Ρήμα[επεξεργασία]

erkennen (de) jdn. / etwas (παρατατικός: erkannte, μετοχή παρακειμένου: erkannt)

  1. αναγνωρίζω
    Der Zeuge erkannte den Täter! - Ο μάρτυρας αναγνώρισε το δράστη!
  2. διακρίνω
    Es ist zu dunkel! Ich kann nichts erkennen! - Είναι πολύ σκοτεινά! Δεν μπορώ να διακρίνω τίποτα!

Δείτε επίσης[επεξεργασία]