erkennen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
erkennen (de) jdn. / etwas (παρατατικός: erkannte, μετοχή παρακειμένου: erkannt)
- αναγνωρίζω
- Der Zeuge erkannte den Täter! - Ο μάρτυρας αναγνώρισε το δράστη!
- διακρίνω
- Es ist zu dunkel! Ich kann nichts erkennen! - Είναι πολύ σκοτεινά! Δεν μπορώ να διακρίνω τίποτα!