erpétologie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
erpétologie | erpétologies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
erpétologie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
erpétologie | erpétologies |
erpétologie (fr) θηλυκό