escabeau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
escabeau | escabeaux |
escabeau (fr) αρσενικό
- ξύλινο κάθισμα για ένα άτομο, χωρίς πλάτη ούτε βραχίονα
- μικρός πάγκος όπου στέκεται κανείς γονατιστός
- μικρός πάγκος για να στηρίζουμε τα πόδια μας
- μικρή κινητή σκαλίτσα με λίγα σκαλιά