Μετάβαση στο περιεχόμενο

escalade

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
escalade escalades

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

escalade (en)

  1. η αναρρίχηση σε τείχος



      ενικός         πληθυντικός  
escalade escalades

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

escalade (fr) θηλυκό

  1. η αναρρίχηση σε βουνό ή άλλο απότομο μέρος
  2. η κλιμάκωση

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]