escamoteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | escamoteur | escamoteurs |
θηλυκό | escamoteuse | escamoteuses |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]escamoteur (fr) αρσενικό
- αυτός που κρύβει κάτι
- (μεταφορικά) εγκληματίας