escient
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
escient | escients |
escient (fr) αρσενικό
- η κρίση
ενικός | πληθυντικός |
escient | escients |
escient (fr) αρσενικό