Μετάβαση στο περιεχόμενο

escrime

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
escrime escrimes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

escrime (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]