Μετάβαση στο περιεχόμενο

esibizionista

Από Βικιλεξικό

Ιταλικά (it)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
esibizionista esibizioniste

esibizionista (it)