español
Εμφάνιση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | español | españoles |
θηλυκό | española | españolas |
español (es) (εσπανιόλ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | español | españoles |
θηλυκό | española | españolas |
español (es) (εσπανιόλ)
- (εθνικό όνομα) Ισπανός
- (αρσενικό, μόνο στον ενικό) (γλώσσα) ισπανικά, η ισπανική γλώσσα