Μετάβαση στο περιεχόμενο

especially

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
especially < especial + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

especially (en)

  1. ιδιαίτερα, ειδικά, περισσότερο με ένα άτομο, πράγμα, κτλ. παρά με άλλα, ή περισσότερο σε συγκεκριμένες περιστάσεις παρά σε άλλες
      I love Rome, especially in the spring.
    Αγαπώ τη Ρώμη, ιδιαίτερα την άνοιξη.
      Especially you shouldn’t be talking!
    Ιδιαίτερα εσύ, δε θα έπρεπε να μιλάς!
      In some countries, especially poorer ones, healthcare systems are struggling to cope.
    Σε κάποιες χώρες, ειδικά στις φτωχότερες, τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν.
     συνώνυμα: particularly,  και δείτε τη λέξη specifically
  2. ειδικά, ιδιαίτερα, για συγκεκριμένο σκοπό, άνθρωπο κτλ.
      I came here especially to see you.
    Ήρθα εδώ ειδικά για να σε δω.
      The vehicle was designed especially for use in the desert.
    Το όχημα σχεδιάστηκε ειδικά για χρήση στην έρημο.
      I made it especially for you.
    Το έφτιαξα ειδικά/ιδιαίτερα για σένα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη specifically
  3. ιδιαίτερα, πολύ
      A lot of water is especially important in summer.
    Πολύ νερό είναι ιδιαίτερα σημαντικό το καλοκαίρι.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη extremely