especially
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]especially (en)
- ιδιαίτερα, ειδικά, περισσότερο με ένα άτομο, πράγμα, κτλ. παρά με άλλα, ή περισσότερο σε συγκεκριμένες περιστάσεις παρά σε άλλες
- ⮡ I love Rome, especially in the spring.
- Αγαπώ τη Ρώμη, ιδιαίτερα την άνοιξη.
- ⮡ Especially you shouldn’t be talking!
- Ιδιαίτερα εσύ, δε θα έπρεπε να μιλάς!
- ⮡ In some countries, especially poorer ones, healthcare systems are struggling to cope.
- Σε κάποιες χώρες, ειδικά στις φτωχότερες, τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν.
- ≈ συνώνυμα: particularly, → και δείτε τη λέξη specifically
- ⮡ I love Rome, especially in the spring.
- ειδικά, ιδιαίτερα, για συγκεκριμένο σκοπό, άνθρωπο κτλ.
- ⮡ I came here especially to see you.
- Ήρθα εδώ ειδικά για να σε δω.
- ⮡ The vehicle was designed especially for use in the desert.
- Το όχημα σχεδιάστηκε ειδικά για χρήση στην έρημο.
- ⮡ I made it especially for you.
- Το έφτιαξα ειδικά/ιδιαίτερα για σένα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη specifically
- ⮡ I came here especially to see you.
- ιδιαίτερα, πολύ
Πηγές
[επεξεργασία]- especially - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 261. ISBN 9780194325684., λήμμα: ειδικός