esperante

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

esperante < esperant- + -e

Επίρρημα[επεξεργασία]

esperante (eo)

  1. στην εσπεράντο, μιλώντας ή γράφοντας στην εσπεράντο
    vi ĵus parolis esperante!, μόλις τώρα μιλήσατε εσπεράντο!
  2. ελπίζοντας
    mi faris tion, esperante ke..., το έκανα ελπίζοντας ότι...