esperante
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
esperante (eo)
- στην εσπεράντο, μιλώντας ή γράφοντας στην εσπεράντο
- vi ĵus parolis esperante!, μόλις τώρα μιλήσατε εσπεράντο!
- ελπίζοντας
- mi faris tion, esperante ke..., το έκανα ελπίζοντας ότι...