Μετάβαση στο περιεχόμενο

esplorota

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

esplorota (eo)

  • μέλλοντας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος esplori