esquerdo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | esquerdo | esquerdos |
θηλυκό | esquerda | esquerdas |
esquerdo (pt)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- à esquerda - στα αριστερά