essor
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- essor < → δείτε τη λέξη essorer
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
essor | essors |
essor (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
essor | essors |
essor (fr) αρσενικό