Μετάβαση στο περιεχόμενο

essor

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
essor <  δείτε τη λέξη essorer

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.sɔʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
essor essors

essor (fr) αρσενικό