establi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ρήμα establi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | establas | establanta | establata |
αόριστος | establis | establinta | establita |
μέλλοντας | establos | establonta | establota |
υποθετική | establus | - | - |
προστακτική | establu | - | - |
establi (eo)
- θεσπίζω
- la premio estis establita omaĝe a..., το βραβείο θεσπίστηκε προς τιμήν του/της...
- εγκαθιστώ
- αποδεικνύω