establo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | establo | establoj |
αιτιατική | establon | establojn |
establo (eo)
- το κατεστημένο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | establo | establoj |
αιτιατική | establon | establojn |
establo (eo)