estampillage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
estampillage | estampillages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
estampillage (fr) αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη estampille