estate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
estate estates

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

estate (en)

  1. κτήμα, ιδιοκτησία, περιουσία
  2. κοινωνική θέση

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

estate (it)