Μετάβαση στο περιεχόμενο

estimable

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
estimable estimables

Επίθετο

[επεξεργασία]

estimable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (παρωχημένο) που μπορεί να εκτιμηθεί
  2. αξιότιμος

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη estimer