estingi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- estingi < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]ρήμα estingi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | estingas | estinganta | estingata |
αόριστος | estingis | estinginta | estingita |
μέλλοντας | estingos | estingonta | estingota |
υποθετική | estingus | - | - |
προστακτική | estingu | - | - |
estingi (eo)