estompage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
estompage | estompages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
estompage (fr) αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη estompe
ενικός | πληθυντικός |
estompage | estompages |
estompage (fr) αρσενικό