estranged

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός estranged
συγκριτικός more estranged
υπερθετικός most estranged

Επίθετο

[επεξεργασία]

estranged (en) (επίσημο)

  1. σε διάσταση, κατάσταση κατά την οποία το αντρόγυνο ζει χώρια χωρίς όμως να έχει πάρει ακόμα διαζύγιο
    ⮡  Many couples who are estranged eventually reconcile.
    Πολλά ζευγάρια που βρίσκονται σε διάσταση τελικά συμφιλιώνονται.
    ⮡  He’s estranged from his wife.
    Ζει χώρια από τη γυναίκα του.
  2. αποξενωμένος, δεν είμαι πλέον φιλικός ή σε επαφή με κάποιον
    ⮡  I, myself, always felt estranged from my parents and, as a consequence of that, looked elsewhere for the love that they were unable to offer me.
    Κι ο ίδιος ένιωθα πάντα αποξενωμένος από τους γονείς μου και σαν συνέπεια αυτού αναζητούσα αλλού την αγάπη που εκείνοι αδυνατούσαν να μου προσφέρουν.