estro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | estro | estroj |
αιτιατική | estron | estrojn |
estro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | estro | estroj |
αιτιατική | estron | estrojn |
estro (eo)