estrogen
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
estrogen | estrogens |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]estrogen (en)
- (βιολογία) το οιστρογόνο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
estrogen στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενικός | πληθυντικός |
estrogen | estrogens |
estrogen (en)