ethic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ethic | ethics |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ethic (en)
- (μόνο πληθυντικός) η ηθική, η δεοντολογία, οι ηθικές αρχές που ελέγχουν ή επηρεάζουν τη συμπεριφορά ενός ατόμου
- ⮡ Christian ethics - Χριστιανική ηθική
- ⮡ This man has no ethics.
- Ο άντρας αυτός δεν έχει ηθική.
- ⮡ He began to question the ethics of his position.
- Άρχισε να αμφισβητεί τη δεοντολογία της θέσης του.
- ⮡ In this case, the code of medical ethics was not adhered to.
- Στην περίπτωση αυτή δεν τηρήθηκε ο κώδικας της ιατρικής δεοντολογίας.
- (μόνο ενικός) η ηθική, σύστημα ηθικών αρχών ή κανόνων συμπεριφοράς
- ⮡ The ethic of personal achievement is very strong in Western societies.
- Η ηθική της προσωπικής επίτευξης είναι πολύ ισχυρή στις δυτικές κοινωνίες.
- ⮡ The ethic of personal achievement is very strong in Western societies.
- (μόνο πληθυντικός, φιλοσοφία) η ηθική
- ⮡ Ethics is a branch of philosophy.
- Η ηθική είναι κλάδος της φιλοσοφίας.
- ⮡ Ethics is a branch of philosophy.