ethic

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
ethic ethics

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ethic (en)

  1. (μόνο πληθυντικός) η ηθική, η δεοντολογία, οι ηθικές αρχές που ελέγχουν ή επηρεάζουν τη συμπεριφορά ενός ατόμου
    ⮡  Christian ethics - Χριστιανική ηθική
    ⮡  This man has no ethics.
    Ο άντρας αυτός δεν έχει ηθική.
    ⮡  He began to question the ethics of his position.
    Άρχισε να αμφισβητεί τη δεοντολογία της θέσης του.
    ⮡  In this case, the code of medical ethics was not adhered to.
    Στην περίπτωση αυτή δεν τηρήθηκε ο κώδικας της ιατρικής δεοντολογίας.
  2. (μόνο ενικός) η ηθική, σύστημα ηθικών αρχών ή κανόνων συμπεριφοράς
    ⮡  The ethic of personal achievement is very strong in Western societies.
    Η ηθική της προσωπικής επίτευξης είναι πολύ ισχυρή στις δυτικές κοινωνίες.
  3. (μόνο πληθυντικός, φιλοσοφία) η ηθική
    ⮡  Ethics is a branch of philosophy.
    Η ηθική είναι κλάδος της φιλοσοφίας.

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]