ethnologie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛt.nɔ.lɔ.ʒi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ethnologie | ethnologies |
ethnologie (fr) θηλυκό
Δείτε επίσης : Ethnologie |
ενικός | πληθυντικός |
ethnologie | ethnologies |
ethnologie (fr) θηλυκό