etoso
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | etoso | etosoj |
αιτιατική | etoson | etosojn |
etoso (eo)
- ατμόσφαιρα, περιβάλλον (ο χώρος στον οποίο ζει και κινείται κάποιος)