eucharistique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- eucharistique < eucharistie
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
eucharistique | eucharistiques |
eucharistique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (θρησκεία) σχετικός με τη Θεία Ευχαριστία